- κουμπαριάζω
- αμετ. становиться кумом или кумой; быть связанным кумовством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουμπαριάζω — κουμπαριάζω, κουμπάριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουμπαριάζω — [κουμπαριά] κάνω κουμπαριά με κάποιον, συνδέομαι με κουμπαριά, γίνομαι παράνυμφος ή ανάδοχος κάποιου … Dictionary of Greek
κουμπάριασμα — το [κουμπαριάζω] κουμπαριά … Dictionary of Greek